ἐξισχύω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξισχύω]] (AM)<br />[[είμαι]] πολύ [[δυνατός]] («[[οὐδόλως]] ἐξισχύσωμεν τὸ [[θήραμα]] θηρᾱσαι», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουσιάζω]], [[επικρατώ]]<br /><b>2.</b> έχω στην [[εξουσία]] μου, [[καταδυναστεύω]] («τὸ [[δαιμόνιον]] παίδων ἐξισχύον»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (για [[φλόγα]]) [[δυναμώνω]] («τὸ πολὺ πῡρ ἄκαπνον, ὅτι φλογοῡται καὶ ἐξισχύεται», Θεόφρ.).
|mltxt=[[ἐξισχύω]] (AM)<br />[[είμαι]] πολύ [[δυνατός]] («[[οὐδόλως]] ἐξισχύσωμεν τὸ [[θήραμα]] θηρᾱσαι», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξουσιάζω]], [[επικρατώ]]<br /><b>2.</b> έχω στην [[εξουσία]] μου, [[καταδυναστεύω]] («τὸ [[δαιμόνιον]] παίδων ἐξισχύον»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> (για [[φλόγα]]) [[δυναμώνω]] («τὸ πολὺ πῡρ ἄκαπνον, ὅτι φλογοῡται καὶ ἐξισχύεται», Θεόφρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξισχύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ύσω</i>, έχω επαρκή [[δύναμη]], έχω την [[ικανότητα]], [[δύναμη]] να κάνω, με απαρ., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}