εξετάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς "
(12)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξετάζω]]) [[ετάζω]]<br /><b>1.</b> [[ερευνώ]] [[λεπτομερώς]], [[ελέγχω]] («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποβάλλω]] σε [[ανάκριση]], [[ανακρίνω]] («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες»)<br /><b>3.</b> [[ελέγχω]] προσεκτικά για να διαπιστώσω την [[ποιότητα]] ή τη [[γνησιότητα]] («εξέτασε τα δείγματα τών τροφίμων», «ἐξετάζων τὸν χρυσόν»)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] πολύ [[επιφυλακτικός]] να αποδεχθώ [[κάτι]], [[λεπτολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με γραπτή ή προφορική [[δοκιμασία]] [[αξιολογώ]] την [[επίδοση]] τών εξεταζομένων<br /><b>2.</b> (για γιατρό) [[ερευνώ]] επιστημονικά τον οργανισμό για να [[κάνω]] [[διάγνωση]] για την [[κατάσταση]] της υγείας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξακριβώνω]]<br /><b>2.</b> [[μελετώ]], [[σχεδιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] κάποιον σε [[δοκιμασία]] για να εξακριβώσω το [[ήθος]], την [[αξία]] του («τοὺς χρησίμους τῷ δήμῳ ἐξετάζετε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]] με τη [[σειρά]], [[απαριθμώ]] («ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐξετάζειν», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι («[[μετὰ]] τῶν ἄλλων ἐξητάζετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> προσδιορίζομαι σε μια κοινωνική, επαγγελματική κ.λπ. [[κλάση]] («ἔχαιρε γὰρ ὁ [[δῆμος]] αὐτῷ [[μετὰ]] θρίαμβον ἐν τοῑς ἱππικοῑς ἐξεταζομένῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> [[ἐξετάζω]] [[πρός]] [[τίνα]] ἤ [[πρός]] τι» — [[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]].
|mltxt=(AM [[ἐξετάζω]]) [[ετάζω]]<br /><b>1.</b> [[ερευνώ]] [[λεπτομερώς]], [[ελέγχω]] («τὴν ὑπάρχουσαν συμμαχίαν ἐξήταζον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποβάλλω]] σε [[ανάκριση]], [[ανακρίνω]] («το δικαστήριο εξέτασε τους μάρτυρες»)<br /><b>3.</b> [[ελέγχω]] προσεκτικά για να διαπιστώσω την [[ποιότητα]] ή τη [[γνησιότητα]] («εξέτασε τα δείγματα τών τροφίμων», «ἐξετάζων τὸν χρυσόν»)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] πολύ [[επιφυλακτικός]] να αποδεχθώ [[κάτι]], [[λεπτολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με γραπτή ή προφορική [[δοκιμασία]] [[αξιολογώ]] την [[επίδοση]] τών εξεταζομένων<br /><b>2.</b> (για γιατρό) [[ερευνώ]] επιστημονικά τον οργανισμό για να [[κάνω]] [[διάγνωση]] για την [[κατάσταση]] της υγείας<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξακριβώνω]]<br /><b>2.</b> [[μελετώ]], [[σχεδιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] κάποιον σε [[δοκιμασία]] για να εξακριβώσω το [[ήθος]], την [[αξία]] του («τοὺς χρησίμους τῷ δήμῳ ἐξετάζετε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]] με τη [[σειρά]], [[απαριθμώ]] («ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐξετάζειν», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> συγκαταλέγομαι, συνυπολογίζομαι («[[μετὰ]] τῶν ἄλλων ἐξητάζετο», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> προσδιορίζομαι σε μια κοινωνική, επαγγελματική κ.λπ. [[κλάση]] («ἔχαιρε γὰρ ὁ [[δῆμος]] αὐτῷ [[μετὰ]] θρίαμβον ἐν τοῖς ἱππικοῑς ἐξεταζομένῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> [[ἐξετάζω]] [[πρός]] [[τίνα]] ἤ [[πρός]] τι» — [[συγκρίνω]], [[παραβάλλω]].
}}
}}