ἐπιτύμβιος: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιτύμβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, στον τάφο, αυτός που βρίσκεται ή γίνεται [[πάνω]] στον τάφο (α. «και τ’ς επιτύμβιες πέτρες δροσίζει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[ἐπιτύμβιος]] [[λόγος]]», <b>Ευστ.</b><br />γ. «κἀπιτυμβίους χοάς ἔδωκα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιτύμβιο</i><br />[[επίγραμμα]] που χαράζεται [[πάνω]] στο [[μνήμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτύμβιον</i><br />κωνικό [[κάλυμμα]] του κεφαλιού, [[κουκούλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πολύ γερασμένη [[γυναίκα]] που βρίσκεται στο [[χείλος]] του τάφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τύμβος]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιτύμβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, στον τάφο, αυτός που βρίσκεται ή γίνεται [[πάνω]] στον τάφο (α. «και τ’ς επιτύμβιες πέτρες δροσίζει», <b>Σολωμ.</b><br />β. «[[ἐπιτύμβιος]] [[λόγος]]», <b>Ευστ.</b><br />γ. «κἀπιτυμβίους χοάς ἔδωκα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιτύμβιο</i><br />[[επίγραμμα]] που χαράζεται [[πάνω]] στο [[μνήμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτύμβιον</i><br />κωνικό [[κάλυμμα]] του κεφαλιού, [[κουκούλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />πολύ γερασμένη [[γυναίκα]] που βρίσκεται στο [[χείλος]] του τάφου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τύμβος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτύμβιος:''' -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}