Anonymous

ερανίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
(14)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἑρανίζομαι και [[ἐρανίζω]]) [[έρανος]]<br />[[συγκεντρώνω]] χρήματα για να τά δώσω σε κάποιον<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[συγκεντρώνω]] περικοπές, γνώμες, χωρία από βιβλία και [[κείμενα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] χρήματα για έρανο («τοὺς φίλους ἐρανίσας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> δανείζομαι άτοκα<br /><b>3.</b> [[μαζεύω]] με παρακάλια [[κάτι]] που μού [[είναι]] χρήσιμο («ἐρανίζων στεφάνους καὶ κηρύγματα ψευδῆ», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> [[μαζεύω]] χρήματα («[[οὗτος]] καὶ Πρόδικος ὁ Κεῑος λόγους ἀναγινώσκοντες ἠρανίζοντο», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>5.</b> [[συσσωρεύω]], [[παίρνω]] ως δάνεια.
|mltxt=(AM ἑρανίζομαι και [[ἐρανίζω]]) [[έρανος]]<br />[[συγκεντρώνω]] χρήματα για να τά δώσω σε κάποιον<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[συγκεντρώνω]] περικοπές, γνώμες, χωρία από βιβλία και [[κείμενα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ζητώ]] χρήματα για έρανο («τοὺς φίλους ἐρανίσας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> δανείζομαι άτοκα<br /><b>3.</b> [[μαζεύω]] με παρακάλια [[κάτι]] που μού [[είναι]] χρήσιμο («ἐρανίζων στεφάνους καὶ κηρύγματα ψευδῆ», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> [[μαζεύω]] χρήματα («[[οὗτος]] καὶ Πρόδικος ὁ Κεῖος λόγους ἀναγινώσκοντες ἠρανίζοντο», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>5.</b> [[συσσωρεύω]], [[παίρνω]] ως δάνεια.
}}
}}