εὔαρκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔαρκτος]], -ον (Α)<br />(για [[άλογο]]) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, [[πειθήνιος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>αρκτος</i>, <i>δύσ</i>-<i>αρκτος</i>]. | |mltxt=[[εὔαρκτος]], -ον (Α)<br />(για [[άλογο]]) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, [[πειθήνιος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>αρκτος</i>, <i>δύσ</i>-<i>αρκτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με [[ευκολία]], [[πειθήνιος]], λέγεται για [[στόμα]] αλόγου, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἄρχω)
A easy to govern, manageable, of a horse's mouth, A.Pers.193.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht zu beherrschen, στόμα, Aesch. Pers. 189.
Greek (Liddell-Scott)
εὔαρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ εὐκόλως ἀρχόμενος, πειθήνιος, ἐν ἡνίαισί τ’ εἶχεν εὔαρκτον στόμα, ἐπὶ ἵππου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 193.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à gouverner.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.
Greek Monolingual
εὔαρκτος, -ον (Α)
(για άλογο) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, πειθήνιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρκτος (< άρχω), πρβλ. άν-αρκτος, δύσ-αρκτος].
Greek Monotonic
εὔαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με ευκολία, πειθήνιος, λέγεται για στόμα αλόγου, σε Αισχύλ.