εὐμενής: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐμενής]])<br /><b>1.</b> (για θεούς και ανθρώπους) ευνοϊκά διατεθειμένος, [[ευνοϊκός]], [[αγαθός]], [[καλός]], [[καλοπροαίρετος]] (α. «Ποσείδαον, εὐμενὲς [[ἦτορ]] ἔχων», <b>Πίνδ.</b><br />β. «εὐμενεῑς γὰρ ὄντας ἡμᾱς τῶνδε συμβούλους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐμενές</i><br />α. η [[εύνοια]] τών θεών<br />β. <b>γεν.</b> η [[ευμένεια]]<br /><b>2.</b> (για ενέργειες ή καταστάσεις) [[καλός]], [[ευνοϊκός]] («εὐμενεῑ τύχᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τόπους και πράγματα) [[ευνοϊκός]], [[κατάλληλος]] («γῃ εὐμενὴς ἐναγωνίσασθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (για νερά ποταμού) [[ευεργετικός]] («Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῑ πότῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τον αέρα) [[ήπιος]], [[μαλακός]]<br /><b>6.</b> (για φάρμακα) [[θεραπευτικός]], [[ευεργετικός]], [[ανακουφιστικός]]<br /><b>7.</b> [[ευχάριστος]]<br /><b>8.</b> (για δρόμο) [[εύκολος]], ευκολοδιάβατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μένος]])].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐμενής]])<br /><b>1.</b> (για θεούς και ανθρώπους) ευνοϊκά διατεθειμένος, [[ευνοϊκός]], [[αγαθός]], [[καλός]], [[καλοπροαίρετος]] (α. «Ποσείδαον, εὐμενὲς [[ἦτορ]] ἔχων», <b>Πίνδ.</b><br />β. «εὐμενεῑς γὰρ ὄντας ἡμᾱς τῶνδε συμβούλους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐμενές</i><br />α. η [[εύνοια]] τών θεών<br />β. <b>γεν.</b> η [[ευμένεια]]<br /><b>2.</b> (για ενέργειες ή καταστάσεις) [[καλός]], [[ευνοϊκός]] («εὐμενεῑ τύχᾳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τόπους και πράγματα) [[ευνοϊκός]], [[κατάλληλος]] («γῃ εὐμενὴς ἐναγωνίσασθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (για νερά ποταμού) [[ευεργετικός]] («Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῑ πότῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για τον αέρα) [[ήπιος]], [[μαλακός]]<br /><b>6.</b> (για φάρμακα) [[θεραπευτικός]], [[ευεργετικός]], [[ανακουφιστικός]]<br /><b>7.</b> [[ευχάριστος]]<br /><b>8.</b> (για δρόμο) [[εύκολος]], ευκολοδιάβατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μένος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμενής:''' -ές ([[μένος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει [[καλή]] [[προδιάθεση]], [[ευνοϊκός]], [[καταδεκτικός]], [[προσηνής]], [[αγαθός]], [[καλοσυνάτος]], σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τόπους, <i>γῆ εὐμ. ἐναγωνίζεσθαι</i>, πρόσφορη για [[μάχη]], σε Θουκ.· λέγεται για [[ποτάμι]], [[ευεργετικός]], [[πλουσιοπάροχος]], [[άφθονος]], [[γενναιόδωρος]], σε Αισχύλ.· λέγεται για δρόμο, [[εύκολος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, Ιων. <i>-έως</i>, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Ευρ.
}}
}}