εὐρύπορος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐρύπορος]], -ον (ΑΜ)<br />(για τη [[θάλασσα]]) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν [[πολλά]] πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]].
|mltxt=[[εὐρύπορος]], -ον (ΑΜ)<br />(για τη [[θάλασσα]]) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν [[πολλά]] πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύπορος:''' -ον, αυτός που έχει πλατιά περάσματα, λέγεται για τη [[θάλασσα]], όπου [[εκεί]] όλοι μπορούν να περιπλανηθούν κατά [[βούληση]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}