εὐοργησία: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐοργησία]], ἡ (Α) [[ευόργητος]]<br />[[ηπιότητα]] διαθέσεως, [[πραότητα]] («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[εὐοργησία]], ἡ (Α) [[ευόργητος]]<br />[[ηπιότητα]] διαθέσεως, [[πραότητα]] («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐοργησία:''' ἡ, [[ηπιότητα]] διάθεσης, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A gentleness of temper, E.Hipp.1039, Ba.641 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, Sanftmuth, Gelassenheit; Eur. Bacch. 641 Hippol. 1039.
Greek (Liddell-Scott)
εὐοργησία: ἡ, ἠπιότης διαθέσεως, Εὐρ. Ἱππ. 1039, Βάκχ. 641.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonté naturelle.
Étymologie: εὐόργητος.
Greek Monolingual
εὐοργησία, ἡ (Α) ευόργητος
ηπιότητα διαθέσεως, πραότητα («ὅς τὴν ἐμὴν πέποιθεν εὐοργησίᾳ ψυχὴν κρατήσειν», Ευρ.).
Greek Monotonic
εὐοργησία: ἡ, ηπιότητα διάθεσης, σε Ευρ.