εὐτεκνία: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτεκνία]], Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) [[εύτεκνος]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[πολλά]] και καλά [[τέκνα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ευγλωττία]] («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γονιμότητα]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[ευκαρπία]]<br /><b>3.</b> (<b>επιγρ.</b>, ως κύριο όν.) <i>ἡ Εὐτεκνεία</i><br />[[προσωποποίηση]] της ευτεκνίας.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτεκνία]], Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) [[εύτεκνος]]<br />το να έχει [[κάποιος]] [[πολλά]] και καλά [[τέκνα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ευγλωττία]] («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γονιμότητα]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> [[ευκαρπία]]<br /><b>3.</b> (<b>επιγρ.</b>, ως κύριο όν.) <i>ἡ Εὐτεκνεία</i><br />[[προσωποποίηση]] της ευτεκνίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐτεκνία:''' ἡ, [[ευλογία]] παιδιών, [[γενιά]] καλών παιδιών, σε Ευρ.
}}
}}