εὐφύλακτος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐφύλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «[[εὐφύλακτος]] ἡ [[καρδία]]» — η [[καρδιά]] [[είναι]] καλά προφυλαγμένη, <b>Αριστοτ.</b><br />β. «εὐφυλακτότερον τὸ [[ὕδωρ]] τοῡ ἀέρος» — το [[νερό]] συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐφύλακτός τινι [[γίγνομαι]]» — παρακολουθούμαι απὸ κάποιον εύκολα<br />β) «εὐφύλακτός τινί εἰμι» ή «[[εὐφύλακτος]] [[γίγνομαι]]» — φρουρούμαι απὸ κάποιον με [[ευκολία]]<br />γ) «ἐν εὐφυλάκτῳ [[εἰμί]]» — [[προσέχω]] τον εαυτό μου, [[φυλάγομαι]]<br /><b>3.</b> αυτός από τον οποίο φυλάγεται [[κάποιος]] εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φυλακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φυλάσσω]])].
|mltxt=[[εὐφύλακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «[[εὐφύλακτος]] ἡ [[καρδία]]» — η [[καρδιά]] [[είναι]] καλά προφυλαγμένη, <b>Αριστοτ.</b><br />β. «εὐφυλακτότερον τὸ [[ὕδωρ]] τοῡ ἀέρος» — το [[νερό]] συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐφύλακτός τινι [[γίγνομαι]]» — παρακολουθούμαι απὸ κάποιον εύκολα<br />β) «εὐφύλακτός τινί εἰμι» ή «[[εὐφύλακτος]] [[γίγνομαι]]» — φρουρούμαι απὸ κάποιον με [[ευκολία]]<br />γ) «ἐν εὐφυλάκτῳ [[εἰμί]]» — [[προσέχω]] τον εαυτό μου, [[φυλάγομαι]]<br /><b>3.</b> αυτός από τον οποίο φυλάγεται [[κάποιος]] εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φυλακτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φυλάσσω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐφύλακτος:''' -ον ([[φυλάσσω]]), αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα, σε Αισχύλ.· ἐν εὐφυλάκτῳ [[εἶναι]], βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]], σε Ευρ.· <i>εὐφυλακτότερα αὐτοῖς ἐγίγνετο</i>, ήταν ευκολότερο γι' αυτούς να έχουν το νου τους, να προσέχουν, σε Θουκ.
}}
}}