θορικός: Difference between revisions

2b
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θορικός]], -ή, -όν (Α) [[θορός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό [[σπέρμα]], αυτός που περιέχει σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θορικά</i><br />τα μόρια που περιέχουν [[σπέρμα]].
|mltxt=[[θορικός]], -ή, -όν (Α) [[θορός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό [[σπέρμα]], αυτός που περιέχει σπόρο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θορικά</i><br />τα μόρια που περιέχουν [[σπέρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''θορῐκός:''' семенной ([[πόρος]] Arst.): τὰ θορικά анат. Arst. семенной аппарат.
}}
}}