3,276,903
edits
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[θύλακος]])<br />[[μικρός]] [[σάκος]], [[σακίδιο]], [[μάρσιπος]], [[ταγάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[καρπός]] με ξηρό διαρρηκτό [[περικάρπιο]] που περιέχει [[συνήθως]] [[πολλά]] σπέρματα<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[θήκη]], [[περίβλημα]] ή [[κοιλότητα]] σε [[σχήμα]] σάκου («[[θύλακος]] τριχών» — ο [[θύλακος]] που περιβάλλει τη [[ρίζα]] τών τριχών)<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> <b>φρ.</b> «[[θύλακος]] του Φαμπριτσιόνε» — [[θυλακοειδής]] [[σάκος]] του τοιχώματος του τελικού εντέρου στα νεαρά πτηνά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[κοίλο]] της σφαίρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σάκος]] όπου [[είναι]] κλεισμένα τα αβγά του τόνου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θύλακοι</i><br />οι ευρείες αναξυρίδες (παντελόνια) τών Περσών και τών λοιπών Ασιατών, [[είδος]] βράκας<br /><b>3.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> «[[θύλακος]] τις λόγων» — ένα [[σακούλι]] με [[λόγια]], <b>Πλάτ.</b><br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δερῶ σε θύλακον» — θα σού αργάσω το [[τομάρι]], θα [[κάνω]] [[σακί]] από το [[δέρμα]] σου, <b>Αριστοφ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έγιναν προσπάθειες συνδέσεως του με το <i>θύω</i> (I), οι οποίες όμως δεν θεωρούνται πειστικές. Μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Με την [[άποψη]] αυτή συνηγορεί και η κατάλ. -<i>ακος</i> που απαντά σε λ. μη ελληνικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θυλάκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυλακίζω]], [[θυλακίς]], [[θυλακίσκιον]], [[θυλακίσκος]], [[θυλακίτης]], [[θυλακόεις]], [[θυλακούμαι]], [[θυλακώδης]], [[θυλλίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θυλάκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θύλακος]], [[θυλακίτιδα]], [[θυλακώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θυλακοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυλακοτρώξ]], [[θυλακοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυλακολεονίδες]], <i>θυλακολέων</i>, [[θυλακόσμιλος]]]. | |mltxt=ὁ (ΑΜ [[θύλακος]])<br />[[μικρός]] [[σάκος]], [[σακίδιο]], [[μάρσιπος]], [[ταγάρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[καρπός]] με ξηρό διαρρηκτό [[περικάρπιο]] που περιέχει [[συνήθως]] [[πολλά]] σπέρματα<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> [[θήκη]], [[περίβλημα]] ή [[κοιλότητα]] σε [[σχήμα]] σάκου («[[θύλακος]] τριχών» — ο [[θύλακος]] που περιβάλλει τη [[ρίζα]] τών τριχών)<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> <b>φρ.</b> «[[θύλακος]] του Φαμπριτσιόνε» — [[θυλακοειδής]] [[σάκος]] του τοιχώματος του τελικού εντέρου στα νεαρά πτηνά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[κοίλο]] της σφαίρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σάκος]] όπου [[είναι]] κλεισμένα τα αβγά του τόνου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θύλακοι</i><br />οι ευρείες αναξυρίδες (παντελόνια) τών Περσών και τών λοιπών Ασιατών, [[είδος]] βράκας<br /><b>3.</b> <b>μτφ. για πρόσ.</b> «[[θύλακος]] τις λόγων» — ένα [[σακούλι]] με [[λόγια]], <b>Πλάτ.</b><br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δερῶ σε θύλακον» — θα σού αργάσω το [[τομάρι]], θα [[κάνω]] [[σακί]] από το [[δέρμα]] σου, <b>Αριστοφ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έγιναν προσπάθειες συνδέσεως του με το <i>θύω</i> (I), οι οποίες όμως δεν θεωρούνται πειστικές. Μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Με την [[άποψη]] αυτή συνηγορεί και η κατάλ. -<i>ακος</i> που απαντά σε λ. μη ελληνικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θυλάκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυλακίζω]], [[θυλακίς]], [[θυλακίσκιον]], [[θυλακίσκος]], [[θυλακίτης]], [[θυλακόεις]], [[θυλακούμαι]], [[θυλακώδης]], [[θυλλίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θυλάκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θύλακος]], [[θυλακίτιδα]], [[θυλακώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θυλακοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυλακοτρώξ]], [[θυλακοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυλακολεονίδες]], <i>θυλακολέων</i>, [[θυλακόσμιλος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θύλᾰκος:''' [ῡ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[τσάντα]], [[ταγάρι]], [[πορτοφόλι]], πουγκί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>δερῶ σε θύλακον</i>, θα φτιάξω πουγκί από το [[δέρμα]] [[σου]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., τα ενδύματα των Περσών, σε Ευρ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |