ιξαλή: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(17)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰξαλῆ]] και ἰξάλη, ἡ (Α) [[ίξαλος]]<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] κατσίκας<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», <b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=[[ἰξαλῆ]] και ἰξάλη, ἡ (Α) [[ίξαλος]]<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] κατσίκας<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», <b>Πολυδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 28 March 2021

Greek Monolingual

ἰξαλῆ και ἰξάλη, ἡ (Α) ίξαλος
1. δέρμα κατσίκας
2. ένδυμα υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», Πολυδ.).