Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλλικρήδεμνος: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλικρήδεμνος]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κάλυμμα]] του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρή</i>-<i>δεμνον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανο</i>-<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i>, <i>λιπαρο</i>-<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i>].
|mltxt=[[καλλικρήδεμνος]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κάλυμμα]] του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κρή</i>-<i>δεμνον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανο</i>-<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i>, <i>λιπαρο</i>-<i>κρή</i>-<i>δεμνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλικρήδεμνος:''' ὁ, ἡ ([[κρήδεμνον]]), αυτός που έχει [[ωραίο]] [[κάλυμμα]] κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλικρήδεμνος Medium diacritics: καλλικρήδεμνος Low diacritics: καλλικρήδεμνος Capitals: ΚΑΛΛΙΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: kallikrḗdemnos Transliteration B: kallikrēdemnos Transliteration C: kallikridemnos Beta Code: kallikrh/demnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful head-band, ἄλοχοι Od.4.623; θεά B.Scol.Fr.5i22.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schöner Stirnbinde, ἄλοχος Od. 4, 623.

Greek (Liddell-Scott)

καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ, ἔχων καλὸν κρήδεμνον, ὡραῖον κάλυμμα κεφαλῆς, ἄλοχος Ὀδ. Δ. 623.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles bandelettes.
Étymologie: καλός, κρήδεμνον.

English (Autenrieth)

(κρήδεμνον): with beautiful head-bands, pl., Od. 4.623†.

Greek Monolingual

καλλικρήδεμνος, ο, η (Α)
αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα του κεφαλιού («ἄλοχοι καλλικρήδεμνοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κρή-δεμνος (< κρή-δεμνον), πρβλ. κυανο-κρή-δεμνος, λιπαρο-κρή-δεμνος].

Greek Monotonic

καλλικρήδεμνος: ὁ, ἡ (κρήδεμνον), αυτός που έχει ωραίο κάλυμμα κεφαλιού, σε Ομήρ. Οδ.