καταναγκάζω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταναγκάζω]]) ([[αναγκάζω]]]<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] διά της βίας, [[εξαναγκάζω]] (α. «τον κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῡ τινος τοῡτο καταναγκάσαντος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του σπρώχνοντάς το με [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]]<br /><b>3.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]] («πονεῑν τὰ [[πάντα]] καὶ μοχθεῑν καὶ τὸ [[σῶμα]] καταναγκάζειν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηναγκασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]] («ὁμολογούμενον ἐδόκει τοῡτ' [[εἶναι]] καὶ κατηναγκασμένον ἅπασιν», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=(AM [[καταναγκάζω]]) ([[αναγκάζω]]]<br />[[αναγκάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] διά της βίας, [[εξαναγκάζω]] (α. «τον κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῡ τινος τοῡτο καταναγκάσαντος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επαναφέρω]] στη [[θέση]] του σπρώχνοντάς το με [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[δεσμεύω]], [[περιορίζω]]<br /><b>3.</b> [[ταλαιπωρώ]], [[βασανίζω]] («πονεῑν τὰ [[πάντα]] καὶ μοχθεῑν καὶ τὸ [[σῶμα]] καταναγκάζειν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατηναγκασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]] («ὁμολογούμενον ἐδόκει τοῡτ' [[εἶναι]] καὶ κατηναγκασμένον ἅπασιν», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰναγκάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[υπερισχύω]] με τη [[χρήση]] βίας, [[περιορίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξαναγκάζω]], [[επιβάλλω]] δια της βίας, <i>τινὰ ἐς ξυμμαχίαν</i>, σε Θουκ.
}}
}}