κατάπλαστος: Difference between revisions

nl
(19)
 
(nl)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάπλαστος]], ἡ (Α) [[καταπλάσσω]]<br />[[κατάπλασμα]].
|mltxt=[[κατάπλαστος]], ἡ (Α) [[καταπλάσσω]]<br />[[κατάπλασμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάπλαστος -η -ον, adj. verb. van καταπλάσσω, smeerbaar.
}}
}}