κάτι: Difference between revisions

19 bytes removed ,  8 January 2019
m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(20)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ [[κάτι]] και ὁκάτι[ν])<br />(αόρ. αντων. κοινού γένους και αριθμού η οποία απαντά στην ονομ. και αιτ.)<br /><b>1.</b> [[κάποιος]], κάποια, κάποιο («έχω [[κάτι]] να σού δώσω»)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) λίγο, [[κάπως]] («αυτά τα ρούχα [[είναι]] [[κάτι]] καλύτερα από τα άλλα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> μερικοί, -ές, -ά, κάποιοι, -ες, -οια («είδα [[κάτι]] ωραία πράγματα»)<br /><b>2.</b> ως [[προσδιορισμός]] για [[έξαρση]] ή [[μείωση]] («έχει [[κάτι]] μάτια»)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) δηλώνει [[έκπληξη]], [[χαρά]], [[θλίψη]] ή [[απορία]] («[[κάτι]] χαρούμενο σέ [[βλέπω]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «νομίζει ότι [[είναι]] [[κάτι]]» — θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο, έχει [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον ευατό του<br />β) «νομίζει ότι [[κάτι]] κάνει» — θεωρεί τις πράξεις του πολύ σπουδαίες<br />γ) «[[είναι]] το [[κάτι]] [[άλλο]]» — [[είναι]] [[πάρα]] πολύ [[ωραίο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με αρσ. ή θηλ.) [[ένας]], μία, [[κάποιος]], κάποια («[[άλλος]] ὁκάτι βασιλεὺς», Καλλίμ. και Χρυσ.)<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[τίποτε]] («ἀπομένεις ἔρημος ὡς μὴ ἔχοντας [[κάτι]]», Σπαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κἄν τι</i><br />για τον μεν τ. <i>ὁκάτι</i> <b>βλ.</b> [[κάποιος]], [[κάπου]]].———————— <b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> η [[πτυχή]], η [[πιέτα]], η [[δίπλα]] (α. «κάνε το [[πανί]] [[τρία]] κάτια» β. «έγινε δύο κάτια» — διπλώθηκε στα δύο)<br /><b>2.</b> καθένα από τα νημάτια από τα οποία αποτελούνται οι κλωστές<br /><b>3.</b> [[πάτωμα]], όροφος («το [[σπίτι]] έχει [[τρία]] κάτια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kat</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ [[κάτι]] και ὁκάτι[ν])<br />(αόρ. αντων. κοινού γένους και αριθμού η οποία απαντά στην ονομ. και αιτ.)<br /><b>1.</b> [[κάποιος]], κάποια, κάποιο («έχω [[κάτι]] να σού δώσω»)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) λίγο, [[κάπως]] («αυτά τα ρούχα [[είναι]] [[κάτι]] καλύτερα από τα άλλα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> μερικοί, -ές, -ά, κάποιοι, -ες, -οια («είδα [[κάτι]] ωραία πράγματα»)<br /><b>2.</b> ως [[προσδιορισμός]] για [[έξαρση]] ή [[μείωση]] («έχει [[κάτι]] μάτια»)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) δηλώνει [[έκπληξη]], [[χαρά]], [[θλίψη]] ή [[απορία]] («[[κάτι]] χαρούμενο σέ [[βλέπω]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «νομίζει ότι [[είναι]] [[κάτι]]» — θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο, έχει [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον ευατό του<br />β) «νομίζει ότι [[κάτι]] κάνει» — θεωρεί τις πράξεις του πολύ σπουδαίες<br />γ) «[[είναι]] το [[κάτι]] [[άλλο]]» — [[είναι]] [[πάρα]] πολύ [[ωραίο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (με αρσ. ή θηλ.) [[ένας]], μία, [[κάποιος]], κάποια («[[άλλος]] ὁκάτι βασιλεὺς», Καλλίμ. και Χρυσ.)<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) [[τίποτε]] («ἀπομένεις ἔρημος ὡς μὴ ἔχοντας [[κάτι]]», Σπαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κἄν τι</i><br />για τον μεν τ. <i>ὁκάτι</i> <b>βλ.</b> [[κάποιος]], [[κάπου]]].<br /><b>(II)</b><br />το<br /><b>1.</b> η [[πτυχή]], η [[πιέτα]], η [[δίπλα]] (α. «κάνε το [[πανί]] [[τρία]] κάτια» β. «έγινε δύο κάτια» — διπλώθηκε στα δύο)<br /><b>2.</b> καθένα από τα νημάτια από τα οποία αποτελούνται οι κλωστές<br /><b>3.</b> [[πάτωμα]], όροφος («το [[σπίτι]] έχει [[τρία]] κάτια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kat</i>].
}}
}}