κέδρινος: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (Α [[κέδρινος]] -ίνη, -ον) [[κέδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από το [[κέδρο]] («κέδρινα ξύλα»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[ξύλο]] κέδρου («κέδρινον [[ἔλαιον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κέδρινον</i><br /><b>πάπ.</b> το πορτοκαλί [[χρώμα]].
|mltxt=-ή, -ο (Α [[κέδρινος]] -ίνη, -ον) [[κέδρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από το [[κέδρο]] («κέδρινα ξύλα»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[ξύλο]] κέδρου («κέδρινον [[ἔλαιον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κέδρινον</i><br /><b>πάπ.</b> το πορτοκαλί [[χρώμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέδρῐνος:''' -η, -ον, λέγεται για τον [[κέδρο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
}}