κοπρώδης: Difference between revisions

3
(21)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑM [[κοπρώδης]], -ῶδες) [[κόπρος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] με κόπρο, [[βρόμικος]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]].
|mltxt=-ες (ΑM [[κοπρώδης]], -ῶδες) [[κόπρος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] με κόπρο, [[βρόμικος]], [[ρυπαρός]], [[ακάθαρτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοπρώδης:''' <b class="num">1)</b> приобретший вид помета, превратившийся в кал ([[τροφή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> грязный, нечистый ([[κηρός]] Plat.).
}}
}}