κρεμ: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο η, το<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της κρέμας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>το [[κρεμ]]<br />το [[χρώμα]] της κρέμας, του αφρού του γάλακτος, κιτρινωπό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>creme</i>].
|mltxt=ο η, το<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της κρέμας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) το [[κρεμ]]<br />το [[χρώμα]] της κρέμας, του αφρού του γάλακτος, κιτρινωπό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>creme</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο η, το
1. αυτός που έχει το χρώμα της κρέμας
2. (το ουδ.) το κρεμ
το χρώμα της κρέμας, του αφρού του γάλακτος, κιτρινωπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. creme].