μικρότερος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(25)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[μικρότερος]], -η, -ον)<br />[[μικρός]]<br />συγκριτ. του [[μικρός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μικρότερος]] και ἡ <i>μικρότερη</i><br />[[μαθητευόμενος]], [[βοηθός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μικρότεροι</i><br />η [[κατηγορία]] τών κατώτερων αξιωματικών στο Βυζάντιο, όπως ήταν λ.χ. οι εκατόνταρχοι, οι ίλαρχοι, οι ταγματάρχες και οι μοιράρχες.
|mltxt=-η, -ο (Μ [[μικρότερος]], -η, -ον)<br />[[μικρός]]<br />συγκριτ. του [[μικρός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ὁ [[μικρότερος]] και ἡ <i>μικρότερη</i><br />[[μαθητευόμενος]], [[βοηθός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μικρότεροι</i><br />η [[κατηγορία]] τών κατώτερων αξιωματικών στο Βυζάντιο, όπως ήταν λ.χ. οι εκατόνταρχοι, οι ίλαρχοι, οι ταγματάρχες και οι μοιράρχες.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μικρότερος, -η, -ον)
μικρός
συγκριτ. του μικρός
μσν.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.μικρότερος και ἡ μικρότερη
μαθητευόμενος, βοηθός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μικρότεροι
η κατηγορία τών κατώτερων αξιωματικών στο Βυζάντιο, όπως ήταν λ.χ. οι εκατόνταρχοι, οι ίλαρχοι, οι ταγματάρχες και οι μοιράρχες.