μέλαθρον: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μέλαθρον]] και [[μέλεθρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεγαλοπρεπές [[κτήριο]], πολυτελές [[οικοδόμημα]], [[μέγαρο]] («Ιλίου [[μέλαθρον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η εσωτερική όψη της στέγης και το κύριο [[δοκάρι]] που υποβαστάζει την [[οροφή]]<br /><b>2.</b> [[δοκός]], [[δοκάρι]] («καὶ [[μέλαθρον]] ἐπ' ἀμφοτέρων τῶν στύλων», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[οροφή]], [[στέγη]]<br /><b>4.</b> [[οικία]], [[κατοικία]]<br /><b>5.</b> [[φωλιά]] ζώου<br /><b>6.</b> [[κλουβί]]<br /><b>7.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τά μέλαθρα</i><br />τα ανάκτορα βασιλέων και ηγεμόνων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «οὐράνιον [[μέλαθρον]]» — ο [[ουρανός]], ο [[ουράνιος]] [[θόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βάρα]]-<i>θρον</i>) δηλώνει ελληνική [[προέλευση]], αν δεν πρόκειται [[περί]] προελληνικού τύπου, προσαρμοσθέντος μορφολογικά στην ελλ. [[γλώσσα]]. Η [[σύνδεση]] της λ. με τα [[μέλας]], [[μελαίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> το [[ερμήνευμα]] του Μεγάλου Ετυμολογικού Λεξικού «ἀπὸ τοῡ μελαίνεσθαι ἀπὸ τοῡ καπνοῡ») [[είναι]] [[προϊόν]] παρετυμολογίας. Η [[σύνδεση]], εξάλλου, της λέξης τόσο με το [[βλωθρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μλωθρός</i>) «[[υψηλός]], [[μεγαλοπρεπής]]» όσο και με το [[κμέλεθρον]] «[[δοκός]]», [[παρά]] την [[ομοιότητα]] τών δύο τύπων, θεωρείται [[εξίσου]] αβέβαιη].
|mltxt=το (Α [[μέλαθρον]] και [[μέλεθρον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεγαλοπρεπές [[κτήριο]], πολυτελές [[οικοδόμημα]], [[μέγαρο]] («Ιλίου [[μέλαθρον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η εσωτερική όψη της στέγης και το κύριο [[δοκάρι]] που υποβαστάζει την [[οροφή]]<br /><b>2.</b> [[δοκός]], [[δοκάρι]] («καὶ [[μέλαθρον]] ἐπ' ἀμφοτέρων τῶν στύλων», ΠΔ)<br /><b>3.</b> [[οροφή]], [[στέγη]]<br /><b>4.</b> [[οικία]], [[κατοικία]]<br /><b>5.</b> [[φωλιά]] ζώου<br /><b>6.</b> [[κλουβί]]<br /><b>7.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τά μέλαθρα</i><br />τα ανάκτορα βασιλέων και ηγεμόνων<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «οὐράνιον [[μέλαθρον]]» — ο [[ουρανός]], ο [[ουράνιος]] [[θόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βάρα]]-<i>θρον</i>) δηλώνει ελληνική [[προέλευση]], αν δεν πρόκειται [[περί]] προελληνικού τύπου, προσαρμοσθέντος μορφολογικά στην ελλ. [[γλώσσα]]. Η [[σύνδεση]] της λ. με τα [[μέλας]], [[μελαίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> το [[ερμήνευμα]] του Μεγάλου Ετυμολογικού Λεξικού «ἀπὸ τοῡ μελαίνεσθαι ἀπὸ τοῡ καπνοῡ») [[είναι]] [[προϊόν]] παρετυμολογίας. Η [[σύνδεση]], εξάλλου, της λέξης τόσο με το [[βλωθρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μλωθρός</i>) «[[υψηλός]], [[μεγαλοπρεπής]]» όσο και με το [[κμέλεθρον]] «[[δοκός]]», [[παρά]] την [[ομοιότητα]] τών δύο τύπων, θεωρείται [[εξίσου]] αβέβαιη].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μέλαθρον:''' τό, Επικ. γεν. [[μελαθρόφιν]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ταβάνι]], [[οροφή]] δωματίου ή (προτιμότερο) το κεντρικό [[δοκάρι]] που στηρίζει την [[οροφή]], σε Ομήρ. Οδ.· σε Ομήρ. Οδ. 19.544, «...το [[άκρο]] [[αυτού]] του δοκαριού έξω από το [[σπίτι]]».<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[στέγη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[οικία]], [[δωμάτιο]], σε Πίνδ., Ευρ.· [[κυρίως]] στον πληθ., όπως το Λατ. tecta, στους Τραγ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}