μεταλλουργός: Difference between revisions

3
(25)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μεταλλουργός]])<br />αυτός που εργάζεται σε [[μεταλλείο]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] που κατεργάζεται μέταλλα<br /><b>2.</b> [[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μεταλλουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
|mltxt=ο (Α [[μεταλλουργός]])<br />αυτός που εργάζεται σε [[μεταλλείο]], [[μεταλλωρύχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τεχνίτης]] που κατεργάζεται μέταλλα<br /><b>2.</b> [[επιστήμονας]] που ασχολείται με τη [[μεταλλουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέταλλο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταλλουργός:''' ὁ рудокоп Diod.
}}
}}