λευκίτης: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λευκίτης]], δωρ. τ. λευκίτας) [[λευκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του καλίου το οποίο [[είναι]] ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κριάρι]]) [[λευκός]].
|mltxt=ο (Α [[λευκίτης]], δωρ. τ. λευκίτας) [[λευκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> αργιλοπυριτικό [[ορυκτό]] του καλίου το οποίο [[είναι]] ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδών<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κριάρι]]) [[λευκός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λευκίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, = [[λευκός]], σε Θεόκρ.
}}
}}