μακροτέρω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(24)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακροτέρω]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε μεγαλύτερη [[απόσταση]], μακρύτερα, [[περαιτέρω]], [[παρέκει]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρότερος</i>, συγκρ. του [[μακρός]].
|mltxt=[[μακροτέρω]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σε μεγαλύτερη [[απόσταση]], μακρύτερα, [[περαιτέρω]], [[παρέκει]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρότερος</i>, συγκρ. του [[μακρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μακροτέρω:''' (ς) compar. к [[μακρῶς]].
}}
}}

Revision as of 23:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροτέρω Medium diacritics: μακροτέρω Low diacritics: μακροτέρω Capitals: ΜΑΚΡΟΤΕΡΩ
Transliteration A: makrotérō Transliteration B: makroterō Transliteration C: makrotero Beta Code: makrote/rw

English (LSJ)

   A farther off, Id.Pr.901a22.

French (Bailly abrégé)

v. μακρῶς.

Greek Monolingual

μακροτέρω (Α)
επίρρ. σε μεγαλύτερη απόσταση, μακρύτερα, περαιτέρω, παρέκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.

Russian (Dvoretsky)

μακροτέρω: (ς) compar. к μακρῶς.