μεγαλοκίνδυνος: Difference between revisions
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλοκίνδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιχειρεί μεγάλα και επικίνδυνα πράγματα, [[ριψοκίνδυνος]]. | |mltxt=[[μεγαλοκίνδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που επιχειρεί μεγάλα και επικίνδυνα πράγματα, [[ριψοκίνδυνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλοκίνδυνος:''' -ον, αυτός που δείχνει [[ανδρεία]] σε μεγάλους κινδύνους, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A braving great dangers, adventurous, opp. μικροκίνδυνος, Arist.EN1124b8.
German (Pape)
[Seite 106] sich in große Gefahren begebend, große u. gefährliche Dinge unternehmend, Ggstz von μικροκίνδυνος, Arist. Eth. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἐπιχειρῶν μεγάλα καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα, ῥιψοκίνδυνος, ὁ εἰς μεγάλους περιπίπτων κινδύνους, ἀντίθετ. τῷ μικροκίνδυνος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’expose à de grands dangers.
Étymologie: μέγας, κίνδυνος.
Greek Monolingual
μεγαλοκίνδυνος, -ον (Α)
αυτός που επιχειρεί μεγάλα και επικίνδυνα πράγματα, ριψοκίνδυνος.
Greek Monotonic
μεγᾰλοκίνδυνος: -ον, αυτός που δείχνει ανδρεία σε μεγάλους κινδύνους, σε Αριστ.