ματαιοπόνος: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματαιοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται [[μάταια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εργο</i>-[[πόνος]], <i>οφθαλμο</i>-[[πόνος]])].
|mltxt=[[ματαιοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που κοπιάζει άδικα ή αυτός που εργάζεται [[μάταια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εργο</i>-[[πόνος]], <i>οφθαλμο</i>-[[πόνος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰταιοπόνος:''' -ον, αυτός που εργάζεται [[μάταια]], [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], σε Φίλωνα.
}}
}}