μισθοφορικός: Difference between revisions

3
(25)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μισθοφορικός]], -ή, -όν) [[μισθοφόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική [[αμοιβή]]» β. «μισθοφορικό [[στράτευμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθοφορικόν</i><br />α) [[στράτευμα]] το οποίο αποτελείται από μισθοφόρους<br />β) το [[σύνολο]] τών μισθοφόρων, οι μισθοφόροι<br />γ) [[μισθός]] μισθοφόρων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μισθοφορική γῆ» — [[περιοχή]] η οποία έχει εκχωρηθεί σε μισθοφόρους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισθοφορικώς</i> (Α)<br />με μισθοφορικό τρόπο, με μισθοφόρους.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μισθοφορικός]], -ή, -όν) [[μισθοφόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μισθοφόρους ή που αποτελείται από μισθοφόρους (α. «μισθοφορική [[αμοιβή]]» β. «μισθοφορικό [[στράτευμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισθοφορικόν</i><br />α) [[στράτευμα]] το οποίο αποτελείται από μισθοφόρους<br />β) το [[σύνολο]] τών μισθοφόρων, οι μισθοφόροι<br />γ) [[μισθός]] μισθοφόρων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μισθοφορική γῆ» — [[περιοχή]] η οποία έχει εκχωρηθεί σε μισθοφόρους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισθοφορικώς</i> (Α)<br />με μισθοφορικό τρόπο, με μισθοφόρους.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθοφορικός:''' наемный (δυνάμεις Polyb.).
}}
}}