οἰστρήλατος: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[οἰστρήλατος]], -ον)<br />(για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από [[τσίμπημα]] οίστρου και βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-η, -ο (Α [[οἰστρήλατος]], -ον)<br />(για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από [[τσίμπημα]] οίστρου και βρίσκεται σε [[κατάσταση]] μανίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰστρήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]]), αυτός που έχει δεχτεί [[τσίμπημα]] εντόμου, [[μανιώδης]], σε Αισχύλ.
}}
}}