μυθεύω: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυθεύω]] (ΑΜ) [[μύθος]]<br />[[διηγούμαι]] ψεύτικη, [[πλαστή]] [[ιστορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέγω]], [[ομιλώ]]<br /><b>2.</b> (το παθ. στο γ' εν. πρόσ.) <i>μυθεύεται</i><br />γίνεται [[λόγος]] για κάποιον ή για [[κάτι]].
|mltxt=[[μυθεύω]] (ΑΜ) [[μύθος]]<br />[[διηγούμαι]] ψεύτικη, [[πλαστή]] [[ιστορία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λέγω]], [[ομιλώ]]<br /><b>2.</b> (το παθ. στο γ' εν. πρόσ.) <i>μυθεύεται</i><br />γίνεται [[λόγος]] για κάποιον ή για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡθεύω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[μυθέομαι]], σε Ευρ. — Παθ., είμαι ειπωμένος, γίνεται [[λόγος]] για μένα, στον ίδ.· <i>ὡς μεμύθευται βροτοῖς</i>, όπως αναφέρεται από τους θνητούς, στον ίδ.
}}
}}