νέκταρ: Difference between revisions

5
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[νέκταρ]], -αρος)<br /><b>1.</b> το [[ποτό]] τών θεών της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας («ὁ τοῑς ἄλλοισι θεοῑς ἐνδέξια πᾱσιν οἰνοχόει γλυκὺ [[νέκταρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γλυκό]] [[κρασί]] εξαιρετικής ποιότητας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ζαχαρούχος]] [[χυμός]] τών ανθέων τον οποίο συλλέγουν διάφορα έντομα, [[ιδίως]] οι μέλισσες, και πουλιά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευοσμία]], [[ευωδία]], [[άρωμα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ευτυχία]], [[ευημερία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ευγευστότητα, [[γευστικότητα]], [[νοστιμιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[γλυκύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οίνος]], [[κρασί]]<br /><b>2.</b> το ποτὸ τών θεών («τὸ [[νέκταρ]] [[ἔδμεναι]] αὐτούς», Αλκμ.)<br /><b>3.</b> το [[μέλι]] («ῥεῑ δὲ μελισσᾱν νέκταρι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[κεκρύφαλος]], [[είδος]] αρωματικού μύρου<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ωδής («καὶ ἐγὼ [[νέκταρ]] χυτὸν Μοισᾱν δόσιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> το ανώτατο όριο, το [[ζενίθ]] («τῆς ἡδονῆς τὸ [[νέκταρ]] ὀψὲ γοῡν φύγε», Ανών.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκό ουδέτερο ουσ. σε -<i>αρ</i> αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για θρησκευτικό και ποιητικό όρο που δήλωνε το [[ποτό]] τών αθανάτων, όπως η [[αμβροσία]] δήλωνε την [[τροφή]] τών αθανάτων. Θεωρείται συνθ. λ. με α' συνθετικό τη [[ρίζα]] <i>nek</i>- τών [[νέκες]], [[νέκυς]] (<b>βλ. λ.</b> [[νεκρός]]) και β' συνθετικό το [[θέμα]] που εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. <i>tarati</i> «[[διαβαίνω]], [[διασχίζω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[νέκταρ]] μπορεί να αναλυθεί σε <i>νε</i>-<i>κταρ</i>- από το στερητ. [[μόριο]] <i>νε</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>νε</i>-) και β' συνθ. -<i>κταρ</i>- που συνδέεται με τη [[γλώσσα]] «[[κτέρες]]<br /><i>νεκροί</i>» (<b>πρβλ.</b> [[κτέρας]], <i>κτερίσματος</i>). Άλλοι συνδέουν τη λ. με τα: τοχαρ. Α' <i>nkat</i> και τοχαρ. Β' <i>ň</i><i>akte</i> «[[θεός]]» ή θεωρούν τη λ. δάνεια [[είτε]] από τη Μικρά Ασία [[είτε]] από τα Σημιτικά, όπου [[μάλιστα]] θα σήμαινε «[[άρωμα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νεκτάριο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεκτάρεος]], [[νεκταρίτης]], [[νεκταριώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νεκταρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[νεκταροειδής]], [[νεκταροσταγής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νεκταρόβλυτος]], [[νεκταρόβρυτος]], [[νεκταρόχυμος]].
|mltxt=το (ΑΜ [[νέκταρ]], -αρος)<br /><b>1.</b> το [[ποτό]] τών θεών της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας («ὁ τοῑς ἄλλοισι θεοῑς ἐνδέξια πᾱσιν οἰνοχόει γλυκὺ [[νέκταρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γλυκό]] [[κρασί]] εξαιρετικής ποιότητας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ζαχαρούχος]] [[χυμός]] τών ανθέων τον οποίο συλλέγουν διάφορα έντομα, [[ιδίως]] οι μέλισσες, και πουλιά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευοσμία]], [[ευωδία]], [[άρωμα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ευτυχία]], [[ευημερία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ευγευστότητα, [[γευστικότητα]], [[νοστιμιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[γλυκύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οίνος]], [[κρασί]]<br /><b>2.</b> το ποτὸ τών θεών («τὸ [[νέκταρ]] [[ἔδμεναι]] αὐτούς», Αλκμ.)<br /><b>3.</b> το [[μέλι]] («ῥεῑ δὲ μελισσᾱν νέκταρι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> ο [[κεκρύφαλος]], [[είδος]] αρωματικού μύρου<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] ωδής («καὶ ἐγὼ [[νέκταρ]] χυτὸν Μοισᾱν δόσιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> το ανώτατο όριο, το [[ζενίθ]] («τῆς ἡδονῆς τὸ [[νέκταρ]] ὀψὲ γοῡν φύγε», Ανών.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκό ουδέτερο ουσ. σε -<i>αρ</i> αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για θρησκευτικό και ποιητικό όρο που δήλωνε το [[ποτό]] τών αθανάτων, όπως η [[αμβροσία]] δήλωνε την [[τροφή]] τών αθανάτων. Θεωρείται συνθ. λ. με α' συνθετικό τη [[ρίζα]] <i>nek</i>- τών [[νέκες]], [[νέκυς]] (<b>βλ. λ.</b> [[νεκρός]]) και β' συνθετικό το [[θέμα]] που εμφανίζεται στο αρχ. ινδ. <i>tarati</i> «[[διαβαίνω]], [[διασχίζω]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[νέκταρ]] μπορεί να αναλυθεί σε <i>νε</i>-<i>κταρ</i>- από το στερητ. [[μόριο]] <i>νε</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>νε</i>-) και β' συνθ. -<i>κταρ</i>- που συνδέεται με τη [[γλώσσα]] «[[κτέρες]]<br /><i>νεκροί</i>» (<b>πρβλ.</b> [[κτέρας]], <i>κτερίσματος</i>). Άλλοι συνδέουν τη λ. με τα: τοχαρ. Α' <i>nkat</i> και τοχαρ. Β' <i>ň</i><i>akte</i> «[[θεός]]» ή θεωρούν τη λ. δάνεια [[είτε]] από τη Μικρά Ασία [[είτε]] από τα Σημιτικά, όπου [[μάλιστα]] θα σήμαινε «[[άρωμα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νεκτάριο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεκτάρεος]], [[νεκταρίτης]], [[νεκταριώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νεκταρώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[νεκταροειδής]], [[νεκταροσταγής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νεκταρόβλυτος]], [[νεκταρόβρυτος]], [[νεκταρόχυμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νέκτᾰρ:''' -ᾰρος, τό,<br /><b class="num">I.</b> [[νέκταρ]], το ποτό των θεών, όπως η [[αμβροσία]] ήταν το [[φαγητό]] τους, σε Όμηρ. κ.λπ.· προσφερόταν όπως το [[κρασί]] από την Ήβη και αναμειγνυόταν με [[νερό]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[νέκταρ]] μελισσᾶν, δηλ. [[μέλι]], σε Ευρ.· χρησιμ. για να δηλώσει το αρωματικό [[μύρο]], σε Ανθ.· ο Πίνδ. καλεί την ωδή του [[νέκταρ]] χυτόν.
}}
}}