νεφώδης: Difference between revisions

5
(27)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νεφώδης]], -ῶδες) [[νέφος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νέφος]], [[νεφοειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[συννεφιά]], που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ [[νότος]] [[ὅταν]] μὲν [[ἐλάττων]] ἦ, αἴθριός ἐστιν, [[ὅταν]] δὲ [[μέγας]], [[νεφώδης]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />καλυμμένος με νέφη, [[συννεφιασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φωνή]]) βραχνή, [[βαθιά]] («τῶν δὲ φωνῶν τυφλαί... καὶ νεφώδεις ὅσαι τυγχάνουσιν αὐτοῡ καταπεπνιγμέναι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νεφώδης]], -ῶδες) [[νέφος]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νέφος]], [[νεφοειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[συννεφιά]], που φέρνει σύννεφα («διὰ τί ὁ [[νότος]] [[ὅταν]] μὲν [[ἐλάττων]] ἦ, αἴθριός ἐστιν, [[ὅταν]] δὲ [[μέγας]], [[νεφώδης]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />καλυμμένος με νέφη, [[συννεφιασμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[φωνή]]) βραχνή, [[βαθιά]] («τῶν δὲ φωνῶν τυφλαί... καὶ νεφώδεις ὅσαι τυγχάνουσιν αὐτοῡ καταπεπνιγμέναι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεφώδης:''' -ες ([[νέφος]]), = [[νεφοειδής]], όμοιος με [[νέφος]], σε Στράβ.
}}
}}