περίστατος: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ουδ. και -όν, Α [[περιίστημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]] («περίστατοι<br />οἱ περίβλεπτοι, ἐφ' οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾱσθαι»<br />Λεξ. Ρητ.)<br /><b>2.</b> αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῑ», Θεόπ. Κωμ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περιστατόν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ ἀνάστατον».
|mltxt=-ον, ουδ. και -όν, Α [[περιίστημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]] («περίστατοι<br />οἱ περίβλεπτοι, ἐφ' οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾱσθαι»<br />Λεξ. Ρητ.)<br /><b>2.</b> αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην ποιεῑ», Θεόπ. Κωμ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περιστατόν</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ ἀνάστατον».
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίστᾰτος:''' -ον ([[περιστῆναι]]), αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το [[πλήθος]], σε Ισοκρ.
}}
}}