πολύθηρος: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] θηρία, [[πολλά]] άγρια ζώα<br /><b>2.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] της Δικτύννης) πολύ [[ικανός]] [[κυνηγός]] («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ψαρεύει [[πολλά]] ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]] «άγριο ζώο, [[θηρίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παν</i>-<i>θηρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] θηρία, [[πολλά]] άγρια ζώα<br /><b>2.</b> (συν. ως [[προσωνυμία]] της Δικτύννης) πολύ [[ικανός]] [[κυνηγός]] («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ψαρεύει [[πολλά]] ψάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θήρ</i>, [[θηρός]] «άγριο ζώο, [[θηρίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>παν</i>-<i>θηρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύθηρος:''' -ον ([[θήρ]]), αυτός που είναι [[άφθονος]] σε άγρια ζώα, σε Ευρ.
}}
}}