ὀστράκινος: Difference between revisions

5
(29)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀστράκινος]], -ίνη, -ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[αγγείο]]) [[πήλινος]], [[κεραμιδένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀστράκινος]], -ίνη, -ον) ο κατασκευασμένος από όστρακο ή αυτός που αποτελείται από όστρακο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για [[αγγείο]]) [[πήλινος]], [[κεραμιδένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀστράκῐνος:''' [ᾰ], -η, -ον, [[γήινος]], [[πήλινος]], σε Ανθ., Κ.Δ.
}}
}}