ὀσφραντικός: Difference between revisions

3b
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀσφραντικός]], -ή, -όν) [[οσφραντός]]<br />(ο [[σχετικός]] με την όσφρηση, [[οσφρητικός]] α. «οσφραντικό [[νεύρο]]» β. «τὸ ὀσφραντικὸν [[αἰσθητήριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, που [[είναι]] [[ευαίσθητος]] σε οσμές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀσφραντικόν</i><br />α) η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] κάποιου να οσφραίνεται<br />β) το [[οσφράδιο]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀσφραντικός]], -ή, -όν) [[οσφραντός]]<br />(ο [[σχετικός]] με την όσφρηση, [[οσφρητικός]] α. «οσφραντικό [[νεύρο]]» β. «τὸ ὀσφραντικὸν [[αἰσθητήριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, που [[είναι]] [[ευαίσθητος]] σε οσμές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀσφραντικόν</i><br />α) η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] κάποιου να οσφραίνεται<br />β) το [[οσφράδιο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀσφραντικός:''' <b class="num">1)</b> обладающий тонким обонянием (κυνίδια Arst.);<br /><b class="num">2)</b> обонятельный ([[αἰσθητήριον]] Arst.).
}}
}}