παρεμβαίνω: Difference between revisions

3b
(31)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[εμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] πλαγίως, [[εισέρχομαι]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[μπαίνω]] στην [[μέση]], [[επεμβαίνω]], [[μεσολαβώ]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, [[λύση]] διαφοράς ή [[άσκηση]] επιρροής<br /><b>3.</b> ανακατεύομαι σε μια [[υπόθεση]], [[ενέργεια]] ή [[ασχολία]] που δεν μέ αφορά άμεσα, [[επειδή]] το [[θέλω]] ή [[επειδή]] [[είναι]] [[ανάγκη]] («το [[κράτος]] παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή)<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> [[αποδέχομαι]] ή [[πληρώνω]] [[συναλλαγματική]] [[αντί]] του αποδέκτη ή πληρωτή που καθορίζεται σε αυτήν<br /><b>5.</b> <b>(νομ.)</b> α) [[προσέρχομαι]], [[επεμβαίνω]] δικαστικώς για [[συμμετοχή]] μου σε [[δίκη]] υφιστάμενη [[μεταξύ]] άλλων προσώπων, με την [[αιτιολογία]] πως έχω νόμιμο [[συμφέρον]] το οποίο [[πρέπει]] να τεθεί στην [[κρίση]] του δικαστηρίου και να ληφθεί υπ' όψιν [[κατά]] την [[εκδίκαση]]<br />β) [[μετέχω]] [[κατά]] [[πρόσκληση]] σε [[δικαιοπραξία]] συμβεβαιώνοντας και συναινώντας με έναν από τους συμβαλλομένους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαίνω]], [[βαδίζω]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[δίπλα]] σε κάποιον [[πάνω]] σε [[άρμα]].
|mltxt=ΝΑ [[εμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μπαίνω]] πλαγίως, [[εισέρχομαι]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[μπαίνω]] στην [[μέση]], [[επεμβαίνω]], [[μεσολαβώ]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, [[λύση]] διαφοράς ή [[άσκηση]] επιρροής<br /><b>3.</b> ανακατεύομαι σε μια [[υπόθεση]], [[ενέργεια]] ή [[ασχολία]] που δεν μέ αφορά άμεσα, [[επειδή]] το [[θέλω]] ή [[επειδή]] [[είναι]] [[ανάγκη]] («το [[κράτος]] παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή)<br /><b>4.</b> <b>(οικον.)</b> [[αποδέχομαι]] ή [[πληρώνω]] [[συναλλαγματική]] [[αντί]] του αποδέκτη ή πληρωτή που καθορίζεται σε αυτήν<br /><b>5.</b> <b>(νομ.)</b> α) [[προσέρχομαι]], [[επεμβαίνω]] δικαστικώς για [[συμμετοχή]] μου σε [[δίκη]] υφιστάμενη [[μεταξύ]] άλλων προσώπων, με την [[αιτιολογία]] πως έχω νόμιμο [[συμφέρον]] το οποίο [[πρέπει]] να τεθεί στην [[κρίση]] του δικαστηρίου και να ληφθεί υπ' όψιν [[κατά]] την [[εκδίκαση]]<br />β) [[μετέχω]] [[κατά]] [[πρόσκληση]] σε [[δικαιοπραξία]] συμβεβαιώνοντας και συναινώντας με έναν από τους συμβαλλομένους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαίνω]], [[βαδίζω]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[ανεβαίνω]] [[δίπλα]] σε κάποιον [[πάνω]] σε [[άρμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρεμβαίνω:''' входить, погружаться Plut.
}}
}}