3,273,762
edits
(31) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[παρθένιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ [[παρθένος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, σε [[κοπέλα]], ο [[κοριτσίστικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο θεά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]], [[καθαρός]], [[λευκός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παρθένιος]]<br />α) [[γιος]] ανύπαντρης γυναίκας<br />β) [[ονομασία]] [[μήνα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παρθένιον]]<br /><b>βλ.</b> <i>παρθένιο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[παρθένιον]]<br />με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο, παρθενικώς<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρθένιος]] [[αὐλός]]» — [[αυλός]] με οξύτερο ήχο από τον παιδικό αυλό<br />β) «[[παρθένιος]] [[ἀνήρ]]» — ο [[πρώτος]] [[σύζυγος]]<br />γ) «[[παρθενία]] γαῑα» — [[είδος]] χώματος στη Σάμο για το οποίο πιστευόταν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες. | |mltxt=-α, -ο / [[παρθένιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ [[παρθένος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, σε [[κοπέλα]], ο [[κοριτσίστικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο θεά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]], [[καθαρός]], [[λευκός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παρθένιος]]<br />α) [[γιος]] ανύπαντρης γυναίκας<br />β) [[ονομασία]] [[μήνα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παρθένιον]]<br /><b>βλ.</b> <i>παρθένιο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[παρθένιον]]<br />με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο, παρθενικώς<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρθένιος]] [[αὐλός]]» — [[αυλός]] με οξύτερο ήχο από τον παιδικό αυλό<br />β) «[[παρθένιος]] [[ἀνήρ]]» — ο [[πρώτος]] [[σύζυγος]]<br />γ) «[[παρθενία]] γαῑα» — [[είδος]] χώματος στη Σάμο για το οποίο πιστευόταν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρθένιος:''' -α, -ον και -ος, -ον, ([[παρθένος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> όπως [[παρθένειος]], αυτός που ανήκει σε ανύπαντρη [[κοπέλα]] ή [[παρθένα]], [[παρθενικός]], [[αγνός]], [[κοριτσίστικος]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρθένιος]], <i>ὁ</i>, [[γιος]] ανύπαντρης κοπέλας, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]], [[παρθένιος]] [[ἀνήρ]], [[σύζυγος]] παρθένας, [[πρώτος]] άντρας, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[αγνός]], [[αμόλυντος]], [[άσπιλος]], σε Ομηρ. Ύμν.· [[παρθένια]] [[μύρτα]], για [[λευκά]] [[άνθη]] μυρτιάς, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |