3,271,683
edits
(32) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ,και δωρ. τ. [[παγά]] Α<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] γης από το οποίο αναβλύζει [[νερό]], που προέρχεται από υπόγεια [[φυσική]] [[δεξαμενή]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]], ο [[χώρος]] από όπου προέρχεται [[κάτι]] (α. «πλουτοπαραγωγικές πηγές» β. «[[πηγή]] πετρελαίου» γ. «[[νέες]] πηγές δανεισμού» δ. «ἀργύρου [[πηγή]]» ε. «πρὸς ἡλίου πηγαῑς»)<br /><b>3.</b> η [[αρχή]], η [[προέλευση]] ή η [[αιτία]] (α. «ἤτονε τσ' ἀρετῆς [[πηγή]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου», Εκκλ.<br />γ. «κακῶν πηγὴ πᾱσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> υμενώδες [[διάστημα]] του κρανιακού κύτους, [[πριν]] από την πλήρη [[οστεοποίηση]] του, στα [[σημεία]] που ενώνονται οι ραφές τών οστών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «Ζωοδόχος Πηγή» — [[προσωνυμία]] της Θεοτόκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρωτότυπο [[κείμενο]] ή αυθεντικό [[έγγραφο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις μελέτες και τα βοηθήματα, από τη [[μελέτη]] του οποίου επαληθεύονται γεγονότα και συνάγονται συμπεράσματα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πηγές</i><br /><b>γεωλ.</b> συνεχείς ή περιοδικές φυσικές εμφανίσεις υπόγειων υδροφόρων οριζόντων στην [[επιφάνεια]] της Γης<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός από τον οποίο προέρχεται μια [[πληροφορία]], μια [[είδηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πηγή]] ενέργειας» — [[κάθε]] [[σύστημα]] που παρέχει [[ενέργεια]] υπό οποιαδήποτε [[μορφή]] (α. «[[πηγή]] θερμότητας» β. «φωτεινή [[πηγή]]» ή «[[πηγή]] φωτός» γ. «[[ραδιενεργός]] [[πηγή]]»)<br />β) «θερμές πηγές» — οι πηγές τών οποίων το [[νερό]] έχει [[θερμοκρασία]] ανώτερη από τη [[μέση]] ετήσια [[θερμοκρασία]] του τόπου στον οποίο αναβλύζουν<br />γ) «μεταλλικές πηγές» — οι πηγές τών οποίων το [[νερό]] [[είναι]] πλούσιο σε διαλυμένες ανόργανες ουσίες και [[αέρια]]<br />δ) «ιαματικές πηγές» — οι μεταλλικές πηγές τών οποίων το [[νερό]] χρησιμοποιείται για τη [[θεραπεία]] ορισμένων ασθενειών<br />ε) «[[πηγή]] μολύσματος»<br /><b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κάθε]] [[υπόστρωμα]] ή [[τόπος]] όπου παράγεται και από ὁπου μεταδίδεται ένα [[μόλυσμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για δάκρυα) ροή (α. «δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων», Κασσ. β. «ἴσχειν δ' [[οὐκέτι]] πηγὰς [[δύναμαι]] δακρύων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ πηγαί</i><br />οι κανθοί τών ὀφθαλμών, από ὁπου πηγάζουν τα δάκρυα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πηγαὶ γάλακτος» — η ροή του γάλακτος, το να τρέχει το [[γάλα]]<br />β) «πηγαὶ μαστῶν» — το [[γάλα]] από τη θηλάζουσα [[γυναίκα]]<br />γ) «πηγαὶ βοτρύων» — το [[κρασί]]<br />δ) «πηγαί πόντου» — θαλασσινό [[νερό]]<br />ε) «πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ» — το μητρικό [[γάλα]]<br />στ) «πηγαὶ Ἡλίου» — ο Νότος<br />ζ) «πηγαι Νυκτός» — ο Βορράς<br />η) «πυρὸς παγαί» — το [[ηφαίστειο]]<br />θ) «τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' ὤτων» — της αίσθησης της ακοής<br />ι) «πηγαὶ ἐμαί» — η [[αρχή]] της ύπαρξής μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[πήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> [[πηγυλίς]] «παγος», [[παγετός]], [[πάγος]]) οφείλεται στο [[γεγονός]] ότι τα ονόματα της λ. [[πηγή]] σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εκφράζουν την [[έννοια]] του πάγου, του ψύχους: αρχ. σλαβ. <i>studenici</i>, λιθουαν. <i>šaltinis</i>, ρωσ. <i>studa</i> (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>νίβα</i><br /><i>χιόνα</i> και [[κρήνη]]»). Βλ. και λ. [[Στύξ]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ,και δωρ. τ. [[παγά]] Α<br /><b>1.</b> [[άνοιγμα]] γης από το οποίο αναβλύζει [[νερό]], που προέρχεται από υπόγεια [[φυσική]] [[δεξαμενή]]<br /><b>2.</b> ο [[τόπος]], ο [[χώρος]] από όπου προέρχεται [[κάτι]] (α. «πλουτοπαραγωγικές πηγές» β. «[[πηγή]] πετρελαίου» γ. «[[νέες]] πηγές δανεισμού» δ. «ἀργύρου [[πηγή]]» ε. «πρὸς ἡλίου πηγαῑς»)<br /><b>3.</b> η [[αρχή]], η [[προέλευση]] ή η [[αιτία]] (α. «ἤτονε τσ' ἀρετῆς [[πηγή]]», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου», Εκκλ.<br />γ. «κακῶν πηγὴ πᾱσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> υμενώδες [[διάστημα]] του κρανιακού κύτους, [[πριν]] από την πλήρη [[οστεοποίηση]] του, στα [[σημεία]] που ενώνονται οι ραφές τών οστών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «Ζωοδόχος Πηγή» — [[προσωνυμία]] της Θεοτόκου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πρωτότυπο [[κείμενο]] ή αυθεντικό [[έγγραφο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις μελέτες και τα βοηθήματα, από τη [[μελέτη]] του οποίου επαληθεύονται γεγονότα και συνάγονται συμπεράσματα<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πηγές</i><br /><b>γεωλ.</b> συνεχείς ή περιοδικές φυσικές εμφανίσεις υπόγειων υδροφόρων οριζόντων στην [[επιφάνεια]] της Γης<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός από τον οποίο προέρχεται μια [[πληροφορία]], μια [[είδηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πηγή]] ενέργειας» — [[κάθε]] [[σύστημα]] που παρέχει [[ενέργεια]] υπό οποιαδήποτε [[μορφή]] (α. «[[πηγή]] θερμότητας» β. «φωτεινή [[πηγή]]» ή «[[πηγή]] φωτός» γ. «[[ραδιενεργός]] [[πηγή]]»)<br />β) «θερμές πηγές» — οι πηγές τών οποίων το [[νερό]] έχει [[θερμοκρασία]] ανώτερη από τη [[μέση]] ετήσια [[θερμοκρασία]] του τόπου στον οποίο αναβλύζουν<br />γ) «μεταλλικές πηγές» — οι πηγές τών οποίων το [[νερό]] [[είναι]] πλούσιο σε διαλυμένες ανόργανες ουσίες και [[αέρια]]<br />δ) «ιαματικές πηγές» — οι μεταλλικές πηγές τών οποίων το [[νερό]] χρησιμοποιείται για τη [[θεραπεία]] ορισμένων ασθενειών<br />ε) «[[πηγή]] μολύσματος»<br /><b>(φυτοπαθολ.)</b> [[κάθε]] [[υπόστρωμα]] ή [[τόπος]] όπου παράγεται και από ὁπου μεταδίδεται ένα [[μόλυσμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για δάκρυα) ροή (α. «δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων», Κασσ. β. «ἴσχειν δ' [[οὐκέτι]] πηγὰς [[δύναμαι]] δακρύων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ πηγαί</i><br />οι κανθοί τών ὀφθαλμών, από ὁπου πηγάζουν τα δάκρυα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πηγαὶ γάλακτος» — η ροή του γάλακτος, το να τρέχει το [[γάλα]]<br />β) «πηγαὶ μαστῶν» — το [[γάλα]] από τη θηλάζουσα [[γυναίκα]]<br />γ) «πηγαὶ βοτρύων» — το [[κρασί]]<br />δ) «πηγαί πόντου» — θαλασσινό [[νερό]]<br />ε) «πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ» — το μητρικό [[γάλα]]<br />στ) «πηγαὶ Ἡλίου» — ο Νότος<br />ζ) «πηγαι Νυκτός» — ο Βορράς<br />η) «πυρὸς παγαί» — το [[ηφαίστειο]]<br />θ) «τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' ὤτων» — της αίσθησης της ακοής<br />ι) «πηγαὶ ἐμαί» — η [[αρχή]] της ύπαρξής μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[πήγνυμι]] (<b>πρβλ.</b> [[πηγυλίς]] «παγος», [[παγετός]], [[πάγος]]) οφείλεται στο [[γεγονός]] ότι τα ονόματα της λ. [[πηγή]] σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εκφράζουν την [[έννοια]] του πάγου, του ψύχους: αρχ. σλαβ. <i>studenici</i>, λιθουαν. <i>šaltinis</i>, ρωσ. <i>studa</i> (<b>πρβλ.</b> τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>νίβα</i><br /><i>χιόνα</i> και [[κρήνη]]»). Βλ. και λ. [[Στύξ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πηγή:''' Δωρ. [[παγά]], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συνήθως]] στον πληθ., λέγεται για τρεχούμενα νερά, για τα ποτάμια, σε Όμηρ. κ.λπ.· διακρίνεται από το <i>κρουνὸς</i> ([[πηγή]] ή το [[στόμιο]] του πηγαδιού), <i>κρουνὼ δ' ἵκανον καλλιρρόω</i>, [[ἔνθα]] δὲ πηγαὶ δοιαὶ ἀναΐσσουσι, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ποτάμια από δάκρυα, <i>πηγαὶ κλαυμάτων</i>, <i>δακρύων</i>, στον ίδ., Σοφ.· ομοίως, <i>πηγαὶ γάλακτος</i>, σε Σοφ.· <i>πόντου πηγαῖς</i>, με θαλασσινό [[νερό]], σε Ευρ.· παγαὶ [[πυρός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κρήνη]], [[νάμα]], [[πηγή]], <i>πηγαὶ ἡλίου</i>, [[πηγή]] [[φωτός]], δηλ. η Ανατολή, σε Αισχύλ.· στον ενικ., λέγεται <i>πηγὴ ἀργύρου</i>, για τα [[μεταλλεία]] αργύρου στο Λαύριο, στον ίδ.· τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' [[ὤτων]], δηλ. η [[αίσθηση]] της ακοής, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[νάμα]], [[πηγή]], [[απαρχή]], <i>πηγὴ κακῶν</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἡδονῶν</i>, <i>νοσημάτων</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |