πηλοφόρος: Difference between revisions

6
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[πηλοφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργάτης]] που μεταφέρει πηλό με το [[πηλοφόρι]], ο [[βοηθός]] κτίστη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει πηλό<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[χειροτέχνης]], [[μισθωτός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=ο / [[πηλοφόρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργάτης]] που μεταφέρει πηλό με το [[πηλοφόρι]], ο [[βοηθός]] κτίστη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει πηλό<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[χειροτέχνης]], [[μισθωτός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πηλοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει πηλό.
}}
}}