3,270,473
edits
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πιστεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον, [[εύπιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς [[δημιουργός]] ἐστι πιστευτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιστευτικόν</i><br />το να δείχνει [[κανείς]] [[εμπιστοσύνη]] («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῡ ὑπὸ τῶν [[φίλων]] φιλεῑσθαι», Μ. Αυρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πιστευτικῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> με [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω [[εμπιστοσύνη]], στηρίζομαι σε κάποιον. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[πιστεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δείχνει [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον, [[εύπιστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῡς [[δημιουργός]] ἐστι πιστευτικῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πιστευτικόν</i><br />το να δείχνει [[κανείς]] [[εμπιστοσύνη]] («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῡ ὑπὸ τῶν [[φίλων]] φιλεῑσθαι», Μ. Αυρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πιστευτικῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> με [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που εμπνέει [[εμπιστοσύνη]] («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω [[εμπιστοσύνη]], στηρίζομαι σε κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πιστευτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πιστεύει εύκολα, [[εύπιστος]], σε Αριστ.· επίρρ., <i>πιστευτικῶς ἔχειν τινί</i>, στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δημιουργεί [[πίστη]], προξενεί [[πίστη]], στον ίδ. | |||
}} | }} |