3,277,637
edits
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[πλατιάζω]] [[πλησίος]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσεγγίζω]] («[[πλησιάζω]] το [[χέρι]] μου στη [[φωτιά]]»)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[σιμώνω]], [[ζυγώνω]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]], βρίσκομαι [[κοντά]]<br /><b>4.</b> [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει [[γυναίκα]]» β. «τῇ Πηνελόπῃ πλησιάζειν μὴ δυνάμενοι ταῑς ταύτης ἐμίγνυντο θεραπαίναις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[πάντοτε]] ή [[συνήθως]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[είμαι]] [[οπαδός]] του<br />β) βρίσκομαι σε [[επαφή]], σε [[σχέση]] με κάποιον, τον [[συναναστρέφομαι]] («δεν πλησιάζει κανέναν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με χρόνο ή με πράγματα που συμβαίνουν στον χρόνο) (συν. τριτοπρόσ.) βρίσκομαι [[κοντά]], δεν [[απέχω]] πολύ [[χρονικώς]], [[κοντεύω]] («πλησιάζει η [[άνοιξη]]»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με χρώματα) [[είμαι]] [[παραπλήσιος]], [[προσομοιάζω]] («το [[χρώμα]] του φουστανιού μου πλησιάζει [[προς]] το [[γκρι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταμώνω]], [[συναντώ]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[οχεύω]], [[βατεύω]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[δηλώνω]] [[προσέγγιση]]<br /><b>6.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ πλησιάζοντες</i><br />α) οι οπαδοί<br />β) οι μαθητές. | |mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[πλατιάζω]] [[πλησίος]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσεγγίζω]] («[[πλησιάζω]] το [[χέρι]] μου στη [[φωτιά]]»)<br /><b>2.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[σιμώνω]], [[ζυγώνω]]<br /><b>3.</b> [[είμαι]], βρίσκομαι [[κοντά]]<br /><b>4.</b> [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι (α. «αυτός δεν πλησιάζει [[γυναίκα]]» β. «τῇ Πηνελόπῃ πλησιάζειν μὴ δυνάμενοι ταῑς ταύτης ἐμίγνυντο θεραπαίναις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[πάντοτε]] ή [[συνήθως]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[είμαι]] [[οπαδός]] του<br />β) βρίσκομαι σε [[επαφή]], σε [[σχέση]] με κάποιον, τον [[συναναστρέφομαι]] («δεν πλησιάζει κανέναν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με χρόνο ή με πράγματα που συμβαίνουν στον χρόνο) (συν. τριτοπρόσ.) βρίσκομαι [[κοντά]], δεν [[απέχω]] πολύ [[χρονικώς]], [[κοντεύω]] («πλησιάζει η [[άνοιξη]]»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με χρώματα) [[είμαι]] [[παραπλήσιος]], [[προσομοιάζω]] («το [[χρώμα]] του φουστανιού μου πλησιάζει [[προς]] το [[γκρι]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταμώνω]], [[συναντώ]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) [[οχεύω]], [[βατεύω]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> [[δηλώνω]] [[προσέγγιση]]<br /><b>6.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ πλησιάζοντες</i><br />α) οι οπαδοί<br />β) οι μαθητές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλησιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, παρακ. <i>πεπλησίᾰκα</i>· ([[πλησίος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] κοντά, <i>τινά τινι</i>, σε Ξεν. — Παθ., [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ. με Παθ. [[σημασία]], απόλ., είμαι κοντά, σε Σοφ.· [[οδηγώ]] κοντά σε, [[πλησιάζω]], με δοτ., σε Ξεν.· [[σπανίως]] με γεν., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., είμαι [[πάντοτε]] δίπλα, [[συναναστρέφομαι]] ή συσχετίζομαι, τῷ [[ἀνδρί]], σε Σοφ.· <i>γυναικί</i>, σε Δημ. | |||
}} | }} |