ποδηγός: Difference between revisions

6
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[ποδαγός]], -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που του δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[οδηγός]] (α. «[[ἰδού]], [[πορεύομαι]], [[τέκνον]], οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ποδηγῷ καὶ συμμάχῳ χρώμενος», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακόλουθος]], [[θεράπων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγός]]<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κυν</i>-<i>ηγός</i>, <i>χορ</i>-<i>ηγός</i>].
|mltxt=και δωρ. τ. [[ποδαγός]], -όν, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που του δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[οδηγός]] (α. «[[ἰδού]], [[πορεύομαι]], [[τέκνον]], οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ποδηγῷ καὶ συμμάχῳ χρώμενος», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακόλουθος]], [[θεράπων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγός]]<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κυν</i>-<i>ηγός</i>, <i>χορ</i>-<i>ηγός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποδηγός:''' Δωρ. και Τραγ. -ᾱγός, ὁ ([[ἡγέομαι]]), [[οδηγός]], [[συνοδός]], [[φύλακας]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}