πρεσβυτικός: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πρεσβυτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πρεσβύτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, [[γεροντικός]] (α. «πρεσβυτική [[άνοια]]» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» — τα [[κακά]] της πρεσβυτικής ηλικίας, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαρχαιωμένος, [[παλιός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρεσβυτικόν</i><br />[[οίκημα]], [[ίδρυμα]] στο οποίο συνέρχονταν οι γερουσιαστές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρεσβυτικώς</i> / <i>πρεσβυτικῶς</i> ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πρεσβυτικό.
|mltxt=-ή, -ό / [[πρεσβυτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πρεσβύτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, [[γεροντικός]] (α. «πρεσβυτική [[άνοια]]» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» — τα [[κακά]] της πρεσβυτικής ηλικίας, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαρχαιωμένος, [[παλιός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρεσβυτικόν</i><br />[[οίκημα]], [[ίδρυμα]] στο οποίο συνέρχονταν οι γερουσιαστές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρεσβυτικώς</i> / <i>πρεσβυτικῶς</i> ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πρεσβυτικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρεσβῡτικός:''' -ή, -όν,·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μοιάζει με μεγάλο άνθρωπο, ηλικιωμένος, Λατ. [[senilis]], [[ὄχλος]], σε Αριστοφ.· <i>κακὰ πρεσβυτικά</i>, τα [[κακά]] της προχωρημένης ηλικίας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απαρχαιωμένος, αρχαΐζων, στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλούτ.
}}
}}