3,273,054
edits
(34) |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[πρόκλησις]], -εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. -ιος, Α [[προκαλῶ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[προκαλώ]], σκόπιμη ή ακούσια [[ενέργεια]] που προκαλεί, επιθετική [[στάση]], [[ερεθισμός]] (α. «η [[επίδειξη]] του πλούτου [[είναι]] [[πρόκληση]] για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες αποτελούν [[πρόκληση]]»)<br /><b>2.</b> (αττ. δίκ.) [[διαδικασία]] με την οποία καλούσε ο [[ένας]] από τους διαδίκους τον [[άλλο]] να συμβιβαστεί με [[διαιτησία]], να λύσει την αμφισβητούμενη [[υπόθεση]] με έναν απλό όρκο ή να παρουσιάσει οποιοδήποτε αποδεικτικό [[στοιχείο]] κατείχε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσκληση]] για [[αναμέτρηση]] («[[παλιά]], το να ρίχνεις το [[γάντι]] ήταν [[πρόκληση]] για [[μονομαχία]]»)<br /><b>2.</b> [[παραγωγή]] αποτελέσματος («ο [[σεισμός]] είχε ως [[αποτέλεσμα]] την [[πρόκληση]] μόνο υλικών ζημιών»)<br /><b>3.</b> <b>(οπλομαχ.)</b> δυνατό [[χτύπημα]] του ποδιού του οπλομάχου στο [[έδαφος]] για να προκαλέσει την [[επίθεση]] του αντιπάλου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόκληση]] εις αγωγήν»<br /><b>(νομ.)</b> το [[δικόγραφο]] με το οποίο προκαλείται αυτός [[προς]] τον οποίο απευθύνεται να εγείρει [[αγωγή]] σε ορισμένη [[προθεσμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλήση]], [[πρόσκληση]] («προκλήσεις σάλπιγγος», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόταση]], [[προσφορά]]<br /><b>3.</b> (ως δικαν. όρος) α) [[πρόταση]] του ενός διαδίκου στον [[άλλο]], με την οποία μπορεί να λυθεί η [[διαφορά]], [[πρόταση]] συμβιβασμού της διαφοράς<br />β) [[πρόταση]] [[κατά]] την οποία δέχεται [[κάποιος]] να αποδείξει με όρκο την άποψή του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πρόκλησιν | |mltxt=η / [[πρόκλησις]], -εως, ΝΑ και ιων. τ. γεν. -ιος, Α [[προκαλῶ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[προκαλώ]], σκόπιμη ή ακούσια [[ενέργεια]] που προκαλεί, επιθετική [[στάση]], [[ερεθισμός]] (α. «η [[επίδειξη]] του πλούτου [[είναι]] [[πρόκληση]] για τους φτωχούς» β. «τα όσα δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες αποτελούν [[πρόκληση]]»)<br /><b>2.</b> (αττ. δίκ.) [[διαδικασία]] με την οποία καλούσε ο [[ένας]] από τους διαδίκους τον [[άλλο]] να συμβιβαστεί με [[διαιτησία]], να λύσει την αμφισβητούμενη [[υπόθεση]] με έναν απλό όρκο ή να παρουσιάσει οποιοδήποτε αποδεικτικό [[στοιχείο]] κατείχε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσκληση]] για [[αναμέτρηση]] («[[παλιά]], το να ρίχνεις το [[γάντι]] ήταν [[πρόκληση]] για [[μονομαχία]]»)<br /><b>2.</b> [[παραγωγή]] αποτελέσματος («ο [[σεισμός]] είχε ως [[αποτέλεσμα]] την [[πρόκληση]] μόνο υλικών ζημιών»)<br /><b>3.</b> <b>(οπλομαχ.)</b> δυνατό [[χτύπημα]] του ποδιού του οπλομάχου στο [[έδαφος]] για να προκαλέσει την [[επίθεση]] του αντιπάλου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόκληση]] εις αγωγήν»<br /><b>(νομ.)</b> το [[δικόγραφο]] με το οποίο προκαλείται αυτός [[προς]] τον οποίο απευθύνεται να εγείρει [[αγωγή]] σε ορισμένη [[προθεσμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλήση]], [[πρόσκληση]] («προκλήσεις σάλπιγγος», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πρόταση]], [[προσφορά]]<br /><b>3.</b> (ως δικαν. όρος) α) [[πρόταση]] του ενός διαδίκου στον [[άλλο]], με την οποία μπορεί να λυθεί η [[διαφορά]], [[πρόταση]] συμβιβασμού της διαφοράς<br />β) [[πρόταση]] [[κατά]] την οποία δέχεται [[κάποιος]] να αποδείξει με όρκο την άποψή του<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πρόκλησιν προκαλεῖσθαι» — [[κάνω]] τέτοια [[πρόταση]]<br />β) «πρόκλησιν φεύγειν» — [[αποφεύγω]] τέτοια [[πρόταση]]. | ||
}} | }} |