προσδόκιμος: Difference between revisions

6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός τον οποίο περιμένει [[κάποιος]], ο αναμενόμενος (α. «[[προσδόκιμος]] ὁ [[θάνατος]]», Ιπποκρ.<br />β. «τοῡ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προσδοκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ευδόκ</i>-<i>ιμος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός τον οποίο περιμένει [[κάποιος]], ο αναμενόμενος (α. «[[προσδόκιμος]] ὁ [[θάνατος]]», Ιπποκρ.<br />β. «τοῡ βαρβάρου προσδοκίμου ὄντος», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προσδοκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ευδόκ</i>-<i>ιμος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσδόκιμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> προσδοκώμενος, αναμενόμενος ή αυτός που αναμένεται, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[συχνά]] για πρόσωπα, [[προσδόκιμος]] ἐς τὴν Κύπρον, ἐπὶ τὴν Μίλητον [[προσδόκιμος]], αναμένεται να έρθει στην Κύπρο, ενάντια στη Μίλητο, σε Ηρόδ.· <i>τοῦ βαρβάρου</i>, <i>προσδοκίμου ὄντος</i>, σε Θουκ.
}}
}}