προσπαίζω: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παίζω]], [[αστειεύομαι]] ή [[χαριεντίζομαι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[περιγελώ]], [[περιπαίζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[σατιρίζω]]<br /><b>4.</b> [[ειρωνεύομαι]], [[σκώπτω]], [[εμπαίζω]] κάποιον («ἀεὶ σὺ προσπαίζεις, ὦ Σώκρατες, τοὺς ῥήτορας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[βασανίζω]], [[τυραννώ]] («προσπαίζειν τὸν ἄρκτον», Αιλ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (για άψυχα) κινούμαι εδώ και [[εκεί]], ταλαντεύομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («προσπαίζουσα τοῑς ὤμοις [[κόμη]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «θεοὺς [[προσπαίζω]]» — [[εξυμνώ]] τους θεούς με εγκωμιαστικό ύμνο, [[τραγουδώ]] [[προς]] τιμήν τών θεών.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παίζω]], [[αστειεύομαι]] ή [[χαριεντίζομαι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[περιγελώ]], [[περιπαίζω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[σατιρίζω]]<br /><b>4.</b> [[ειρωνεύομαι]], [[σκώπτω]], [[εμπαίζω]] κάποιον («ἀεὶ σὺ προσπαίζεις, ὦ Σώκρατες, τοὺς ῥήτορας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[βασανίζω]], [[τυραννώ]] («προσπαίζειν τὸν ἄρκτον», Αιλ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> (για άψυχα) κινούμαι εδώ και [[εκεί]], ταλαντεύομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («προσπαίζουσα τοῑς ὤμοις [[κόμη]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «θεοὺς [[προσπαίζω]]» — [[εξυμνώ]] τους θεούς με εγκωμιαστικό ύμνο, [[τραγουδώ]] [[προς]] τιμήν τών θεών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσπαίζω:''' μέλ. <i>-παίξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-έπαισα</i> και <i>-έπαιξα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παίζω]] ή [[διασκεδάζω]] με, <i>τινί</i>, σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[παίζω]], [[αστειεύομαι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[προσπαίζω]] θεούς, [[τραγουδώ]], άδω προς τιμήν των θεών, <i>ὕμνον πρ. τὸν Ἔρωτα</i>, [[ψάλλω]] ύμνο προς [[τιμή]] του Έρωτα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αστειεύομαι]], [[πειράζω]], [[ειρωνεύομαι]], στον ίδ.
}}
}}