ῥητορεύω: Difference between revisions

6
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥητορεύω]] ΝΑ [[ῥήτωρ]], -<i>ορος</i>]<br />[[είμαι]] [[ρήτορας]], [[εκφωνώ]] [[δημόσια]] λόγο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[εύγλωττος]], έχω το [[χάρισμα]] του λέγειν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσφωνώ]] κάποιον («τὴν απεσταλμένην πρεσβείαν αὐτῷ ἐρρητόρευε», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ῥητορεύομαι</i><br />(για λόγο) εκφωνούμαι [[δημόσια]] («τῶν λόγων... τοὺς μὲν... ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ... γεγράφθαι», Ισοκρ.).
|mltxt=[[ῥητορεύω]] ΝΑ [[ῥήτωρ]], -<i>ορος</i>]<br />[[είμαι]] [[ρήτορας]], [[εκφωνώ]] [[δημόσια]] λόγο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[εύγλωττος]], έχω το [[χάρισμα]] του λέγειν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσφωνώ]] κάποιον («τὴν απεσταλμένην πρεσβείαν αὐτῷ ἐρρητόρευε», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ῥητορεύομαι</i><br />(για λόγο) εκφωνούμαι [[δημόσια]] («τῶν λόγων... τοὺς μὲν... ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ... γεγράφθαι», Ισοκρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥητορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ῥήτωρ]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] δημοσίως, [[χρησιμοποιώ]] ή [[εξασκώ]] τη [[ρητορική]] [[τέχνη]], σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για το λόγο, λέγομαι, απαγγέλλομαι, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διδάσκω]] τη [[ρητορική]] [[τέχνη]], σε Στράβ.
}}
}}