ρωμαλέος: Difference between revisions

m
Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα"
(36)
 
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ῥωμαλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πολλή [[ρώμη]], που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[δύναμη]], [[ιδίως]] σωματική, που έχει [[σφριγηλότητα]], [[εύρωστος]], [[δυνατός]] («[[ῥωμαλέος]] κατὰ χεῑρα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υγιής]]<br /><b>2.</b> [[ανδρείος]], [[γενναίος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) [[έντονος]], [[ισχυρός]] (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», <b>Διοσκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρωμαλέως</i> / <i>ρωμαλέως</i>, ΝΜΑ, και <i>ρωμαλέα</i>, Ν<br /><b>(τροπ.)</b> με [[δύναμη]], με ισχύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥώμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[ῥωμαλέος]], -α, -ον, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πολλή [[ρώμη]], που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[δύναμη]], [[ιδίως]] σωματική, που έχει [[σφριγηλότητα]], [[εύρωστος]], [[δυνατός]] («[[ῥωμαλέος]] κατὰ χεῖρα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υγιής]]<br /><b>2.</b> [[ανδρείος]], [[γενναίος]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα, καταστάσεις ή ιδιότητες) [[έντονος]], [[ισχυρός]] (α. «ῥωμαλεώταται ῥίζαι», <b>Διοσκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρωμαλέως</i> / <i>ρωμαλέως</i>, ΝΜΑ, και <i>ρωμαλέα</i>, Ν<br /><b>(τροπ.)</b> με [[δύναμη]], με ισχύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥώμη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>πειν</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
}}