σαν: Difference between revisions

18 bytes removed ,  9 January 2019
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(36)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και σα Ν<br /> ([[μόριο]]) ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό)<br /> <b>1.</b> ([[κυρίως]] με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή [[χωρίς]] [[άρθρο]] ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, [[καθώς]] (α. «φωνάζει σαν [[βόδι]]» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» — λέγεται σε οικείο ή φίλο με την [[ευκαιρία]] επίσκεψης που πραγματοποιεί αυτός [[μετά]] από [[απουσία]] πολλών χρόνων γ. «[[κανείς]] δεν σ' αγαπά σαν την [[μητέρα]] σου» δ. «φωνάζει σαν να τόν σκοτώνουν»)<br /> <b>2.</b> (με επίρρ. χρον. και σε συνεκφ. με το <i>και</i>) όπως («και σαν [[πρώτα]] ανδρειωμένη / χαίρε ω χαίρε, Ελευθεριά», <b>Σολωμ.</b>)<br /> ΙΙ. (ως μειωτικό της σημασίας επιθέτων, επιρρημάτων και ρημάτων) [[νομίζω]], αν δεν γελιέμαι, [[σάμπως]] («σαν καλά να τά καταφέρνεις με την καινούργια σου δουλειά»)<br /> ΙΙΙ. (ως εισαγωγικό) α) (αναφορικής πρότασης) όσο («σαν τόν αγαπάνε οι γονείς του, [[κανείς]] δεν τόν αγαπάει)<br /> β) προκειμένου να δηλώσει μια ενδεχόμενη ή αβέβαιη [[κατάσταση]] («σαν να ακούστηκε [[κάτι]]»)<br /> ΙV. (ως απορηματικό) [[άραγε]], [[τάχα]] («σαν τί να σ' ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;», δημ. [[τραγούδι]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὡσὰν</i> (φρ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὡς ἄν</i>), με σίγηση του αρκτικού <i>ω</i>-].———————— <b>(II)</b><br /> Ν<br /> <b>(σύνδ.)</b><br /> <b>1.</b> <b>χρον.</b> α) όταν, [[ευθύς]] [[μόλις]] («σαν πας στην Καλαμάτα κι ερθείς με το καλό», δημ. [[τραγούδι]])<br /> β) [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]] («σαν μέ βλέπει, τρέμει»)<br /> <b>2.</b> <b>(αιτιολ.)</b> [[επειδή]], [[αφού]] («σαν το λες εσύ, σωστό θά'ναι»)<br /> <b>3.</b> <b>(υποθ.)</b> αν («σαν έρθει η [[μάνα]] μου απ' τη γη κι ο [[κύρης]] μου απ' τον Άδη», δημ. [[τραγούδι]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὡς ἄν</i>, με σίγηση του αρκτικού <i>ω</i>-].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> και σα Ν<br /> ([[μόριο]]) ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό)<br /> <b>1.</b> ([[κυρίως]] με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή [[χωρίς]] [[άρθρο]] ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, [[καθώς]] (α. «φωνάζει σαν [[βόδι]]» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» — λέγεται σε οικείο ή φίλο με την [[ευκαιρία]] επίσκεψης που πραγματοποιεί αυτός [[μετά]] από [[απουσία]] πολλών χρόνων γ. «[[κανείς]] δεν σ' αγαπά σαν την [[μητέρα]] σου» δ. «φωνάζει σαν να τόν σκοτώνουν»)<br /> <b>2.</b> (με επίρρ. χρον. και σε συνεκφ. με το <i>και</i>) όπως («και σαν [[πρώτα]] ανδρειωμένη / χαίρε ω χαίρε, Ελευθεριά», <b>Σολωμ.</b>)<br /> ΙΙ. (ως μειωτικό της σημασίας επιθέτων, επιρρημάτων και ρημάτων) [[νομίζω]], αν δεν γελιέμαι, [[σάμπως]] («σαν καλά να τά καταφέρνεις με την καινούργια σου δουλειά»)<br /> ΙΙΙ. (ως εισαγωγικό) α) (αναφορικής πρότασης) όσο («σαν τόν αγαπάνε οι γονείς του, [[κανείς]] δεν τόν αγαπάει)<br /> β) προκειμένου να δηλώσει μια ενδεχόμενη ή αβέβαιη [[κατάσταση]] («σαν να ακούστηκε [[κάτι]]»)<br /> ΙV. (ως απορηματικό) [[άραγε]], [[τάχα]] («σαν τί να σ' ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;», δημ. [[τραγούδι]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὡσὰν</i> (φρ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὡς ἄν</i>), με σίγηση του αρκτικού <i>ω</i>-].<br /> <b>(II)</b><br /> Ν<br /> <b>(σύνδ.)</b><br /> <b>1.</b> <b>χρον.</b> α) όταν, [[ευθύς]] [[μόλις]] («σαν πας στην Καλαμάτα κι ερθείς με το καλό», δημ. [[τραγούδι]])<br /> β) [[κάθε]] [[φορά]] που, [[οσάκις]] («σαν μέ βλέπει, τρέμει»)<br /> <b>2.</b> <b>(αιτιολ.)</b> [[επειδή]], [[αφού]] («σαν το λες εσύ, σωστό θά'ναι»)<br /> <b>3.</b> <b>(υποθ.)</b> αν («σαν έρθει η [[μάνα]] μου απ' τη γη κι ο [[κύρης]] μου απ' τον Άδη», δημ. [[τραγούδι]]).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὡς ἄν</i>, με σίγηση του αρκτικού <i>ω</i>-].
}}
}}